- κουδαρίτικα
- τα обл жаргон строителей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουδαρίτικα — Συνθηματική γλώσσα των χτιστών (κουδαραίων) της Ηπείρου και ορισμένων περιοχών της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν ιδιαίτερη γλώσσα ή διάλεκτο, αλλά απλώς αποτελούνται από διάφορες ελληνικές και ελάχιστες βλάχικες λέξεις. Εκείνοι που… … Dictionary of Greek
κουδαρίτικος — και κουδαρίστικος και (στη Σκιάθο) κουδίτικος, η, ο [κούδαρος] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουδαρίτικα ή κουδαρίστικα η συνθηματική γλώσσα τών κουδάρων ή κουδαραίων, τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων τής Ηπείρου, κυρίως από την Κόνιτσα και τα… … Dictionary of Greek
κούδαρος — και κούδαρης, ο, και (στη Σκιάθο) κούδας, ονομ. πληθ. κουδαραίοι (στα κουδαρίτικα) πλανόδιος οικοδόμος, κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με διαλεκτικό τ. τής Μακεδονίας Ηπείρου κούδα, η «μεγάλη γενιά, συγγενολόι»] … Dictionary of Greek